- ζηλημοσύνη
- ζηλημ-οσύνη, ἡ, poet. for ζῆλος, Q.S.13.388 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζηλημοσύνη — ζηλημοσύνη, ή (Α) [ζηλήμων] ζήλος … Dictionary of Greek
ζηλημοσύνῃσι — ζηλημοσύνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)